- Νυκτῶν
- Νύξnightfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νυκτῶν — νύξ night fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Philétas — Pour les articles homonymes, voir Philétas (homonymie). Philétas … Wikipédia en Français
Феодосий (математик) — Для этой статьи не заполнен шаблон карточка. Вы можете помочь проекту, добавив его. В Википедии есть статьи о других людях с именем Феодосий. Феодосий (др … Википедия
Theodosĭos — (Theodosius), griechischer Name, bedeutet der von Gott Gegebene. I. Griechische Kaiser: 1) Flavius Th. I. der Große, Sohn des Th. 4), geb. 346 v. Chr. zu Cauca in Spanien; begleitete seinen Vater nach Britannien u. Afrika, zog 374 gegen die… … Pierer's Universal-Lexikon
CAPUT — I. CAPUT Iovi apud Gentiles sacrum, veluti Sapientiae officina. Hoc Romani olim non intexêre, in urbe incedentes, nullumque pilei, petasi, causiae vel alîus tegminisusum, nisi extra urbem in peregrinatione, novêre, ut Lipsius docet: Ita namque… … Hofmann J. Lexicon universale
έπαρχος — Βυζαντινός στρατιωτικός τίτλος με ρωμαϊκή προέλευση που απαντάται για πρώτη φορά την περίοδο της βασιλείας του Κωνστάντιου (337 361) για τον άρχοντα της Κωνσταντινούπολης. Ο έ., που συγκαταλεγόταν στους ανώτατους αξιωματούχους του κράτους, ήταν… … Dictionary of Greek
δήλημα — δήλημα, το (Α) [δηλέομαι (Ι)] βλάβη, αίτιο καταστροφής («ἐκ νυκτῶν δ ἄνεμοι χαλεποί, δηλήματα νηῶν γίγνονται») … Dictionary of Greek
θεοδόσιος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Θ. ο Μέγας (Ισπανία 346 – Μιλάνο 395). Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (379 395) και μετά το 388 και της Δυτικής. Στην Ανατολή διαδέχθηκε τον Βαλέντιο –που βρήκε τραγικό τέλος στην… … Dictionary of Greek
λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… … Dictionary of Greek
ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… … Dictionary of Greek